- πιεζοδιαπίδυση
- η, Ν(χημ.-τεχνολ.) τεχνική αφαλάτωσης τού νερού, κατά την οποία η διέλευση τών ιόντων διά μέσου τών πόρων ενός διαφράγματος εξαναγκάζεται με άσκηση πίεσης, και που είναι ανάλογη με την τεχνική τής αντίστροφης ώσμωσης, κατά την οποία με επιβολή πίεσης επιτυγχάνεται η διέλευση τών μορίων τού προς αφαλάτωση νερού διά μέσου τών πόρων μιας ημιπερατής μεμβράνης.
Dictionary of Greek. 2013.